παραψαύω

παραψαύω
Α
1. αγγίζω ελαφρά (α. «παρέψαυσε τοῡ βουβῶνος» β. «παραψαῡσαι τῶν φορτίων», Πλούτ.)
2. θίγω επιπόλαια ή με μεγάλη συντομία ένα θέμα, αναφέρομαι βιαστικά σε ένα ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ψαύω «αγγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράψαυσις — αύσεως, ἡ, Α [παραψαύω] ελαφρό άγγιγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”